- ἐξήρου
- ἐξαίρωlift upaor ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐξέρομαιinquire intoaor ind mid 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξῃροῦ — ἐξαιρέω take out imperf ind mp 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξῄρου — ἐξαίρω lift up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίτριπτος — ἐπίτριπτος, ον [επιτριβω] 1. ο τριμμένος από πάνω, ο φθαρμένος εξωτερικά 2. μτφ. αυτός που αξίζει να εξολοθρευτεί 3. μτφ. πανούργος, δόλιος («τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ’ ὅπου», Σοφ.) 4. (για πράγμ.) τετριμμένος, συνηθισμένος … Dictionary of Greek